- ἔνρυθμος
- ἔνρυθμοςof rhythmmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένρυθμος — και έρρυθμος, η, ο (AM ἔνρυθμος, ον) [ρυθμός] αυτός που έχει κανονικό ρυθμό (σε αντίθεση προς το άρρυθμος) αρχ. αυτός που αναφέρεται στον ρυθμό … Dictionary of Greek
ἐνρύθμως — ἔνρυθμος of rhythm adverbial ἔνρυθμος of rhythm masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνρυθμον — ἔνρυθμος of rhythm masc/fem acc sg ἔνρυθμος of rhythm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνρύθμου — ἔνρυθμος of rhythm masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνρύθμους — ἔνρυθμος of rhythm masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνρύθμων — ἔνρυθμος of rhythm masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνρύθμῳ — ἔνρυθμος of rhythm masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνρυθμοι — ἔνρυθμος of rhythm masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρρυθμος — ον και ένρυθμος, ον (A ἔρρυθμος, ον και ἔνρυθμος, ον) αυτός που έχει ρυθμό, που γίνεται με ρυθμό, ο ρυθμικός («ἔρρυθμος λόγος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ρυθμός, με αφομοίωση τού ν προς το ρ ] … Dictionary of Greek
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek